
Μια φορά κι έναν καιρό, στο χωριό Πεταλίδι, ζούσε ένας άντρας που τον έλεγαν Θανάση. Γύρω στο 1930, αυτός ο άντρας αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του να ανοίξουν το πρώτο μίνι μάρκετ του χωριού. Φυσικά, ένα μίνι μάρκετ εκείνης της εποχής δεν θύμιζε καθόλου τα σημερινά μίνι μάρκετ του 2025. Άλλωστε ποιο μίνι μάρκετ σήμερα έχει δικό του μόλο που οδηγεί κατευθείαν στη θάλασσα; Σε αυτό το μικρό μαγαζί, οι χωριανοί μπορούσαν να βρουν τα πάντα από ξερά σύκα και σταφίδες μέχρι βίδες για τεχνικές δουλειές. Σχεδόν κάθε μέρα, καΐκια μαζεύονταν στο τέλος του μόλου, περιμένοντας το βαγονέτο να έρθει και να ξεφορτώσει τα σύκα και τις σταφίδες. Ακόμα και σήμερα, οι ξύλινες πόρτες απέναντι από τον παλιό μόλο στέκουν σιωπηλοί μάρτυρες της διαδρομής του βαγονέτου. Αυτός ο μόλος χτίστηκε τέσσερις γενιές πριν από εμένα, και ο άνθρωπος που τον δημιούργησε έτυχε να είναι ο προπάππους μου. Σύμφωνα με τις διηγήσεις της οικογένειας, αιχμαλωτίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς. Και κάπου εκεί αρχίζω να αναρωτιέμαι: ποια είναι άραγε η πραγματική αξία αυτών των πετρών του ξεχασμένου μόλου; Αυτή η ερώτηση με οδηγεί σε μια σκέψη: Οι άνθρωποι χάνονται, αλλά οι πέτρες ακόμα κι όταν φθείρονται από τον χρόνο έχουν τη δύναμη να ξαναφέρνουν στη μνήμη μας τα ίχνη και τις ιστορίες αυτών που πέρασαν πριν από εμάς. Κι αν αυτές οι πέτρες φέρουν και κάποια αρχαιολογική σφραγίδα, ίσως να αξίζουν ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό και φροντίδα από εμάς. Παρόλα αυτά, είναι πάντα δική μας επιλογή τι θέλουμε να σφραγίσουμε ζωντανό στη μνήμη μας και τι να αφήσουμε να ξεχαστεί.
Γαβριηλία Μαργέλη